ευκοσμώ

ευκοσμώ
εὐκοσμῶ, -έω (Α) [εύκοσμος]
φέρομαι με κοσμιότητα, με ευπρέπεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Εὐκόσμῳ — Εὔκοσμος behaving well masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκόσμῳ — εὔκοσμος behaving well masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκόσμησις — εὐκόσμησις, ἡ (Μ) [ευκοσμώ] τα κοσμήματα, τα στολίδια, ο ωραίος στολισμός …   Dictionary of Greek

  • συνευκοσμώ — έω, Α [εὐκοσμῶ] μετέχω στην προετοιμασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”